- οϊστός
- ὀϊστός, αττ. τ. οἰστός, ό, ἡ (Α)1. βέλος («χαλκήρης ὀϊστός», Ομ. Ιλ.)2. είδος φυτού με βελοειδή φύλλα3. ο αστερισμός τού Τοξότη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό μόριο ὀ-* (II) και β' συνθετικό ένα αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *ιστός, το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. isyati «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. οίμα, οίστρος) και τη λ. ιός «βέλος». Κατ' άλλη άποψη, ωστόσο, πρόκειται πιθ. για δάνεια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.